Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κακάο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κακή
-
κακό
)
Συνώνυμα
σοκολάτα
κακαόδεντρο
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Το σπόρο του δέντρου Theobroma cacao, από τον οποίο παρασκευάζεται η σοκολάτα.
Το ποτό που παρασκευάζεται από τους σπόρους του κακάο, συνήθως με γάλα και ζάχαρη.
2
Παραδείγματα
Το πρωί πίνω πάντα ένα ποτήρι ζεστό κακάο.
Το κακάο χρησιμοποιείται ευρέως στη ζαχαροπλαστική.
2