Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κακό (επίθετο) - (παρόμοια:
κακός
-
κακή
-
κακόφημη
-
κακόκεφη
-
κακάο
-
κακία
-
κακόμοιρη
-
κακόκεφος
)
Συνώνυμα
καταστροφικός
επιβλαβής
αρνητικός
αποκρουστικός
4
Αντώνυμα
καλός
ωφέλιμος
θετικός
ευχάριστος
4
Ορισμός
Που προκαλεί βλάβη ή δυσφορία.
Που δεν είναι ηθικά αποδεκτός.
Που χαρακτηρίζεται από δυσάρεστες συνθήκες ή συμπεριφορά.
3
Παραδείγματα
Η κακή καιρική συνθήκη καθυστέρησε την πτήση.
Έκανε μια κακή επιλογή και μετάνιωσε.
Ο κακός χαρακτήρας του τον έκανε αντιπαθή.
3