1. Λέξη
    κακό (επίθετο) - (παρόμοια: κακός - κακή - κακόφημη - κακόκεφη - κακάο - κακία - κακόμοιρη - κακόκεφος)
  2. Συνώνυμα
    • καταστροφικός
    • επιβλαβής
    • αρνητικός
    • αποκρουστικός
    4
  3. Αντώνυμα
    • καλός
    • ωφέλιμος
    • θετικός
    • ευχάριστος
    4
  4. Ορισμός
    • Που προκαλεί βλάβη ή δυσφορία.
    • Που δεν είναι ηθικά αποδεκτός.
    • Που χαρακτηρίζεται από δυσάρεστες συνθήκες ή συμπεριφορά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η κακή καιρική συνθήκη καθυστέρησε την πτήση.
    • Έκανε μια κακή επιλογή και μετάνιωσε.
    • Ο κακός χαρακτήρας του τον έκανε αντιπαθή.
    3