1. Λέξη
    κακοποιώ (ρήμα) - (παρόμοια: κακοποιός - κακοποίηση)
  2. Συνώνυμα
    • βλάπτω
    • πληγώνω
    • ζημιώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • βοηθώ
    • θεραπεύω
    • προστατεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Να προκαλώ κακό ή ζημιά σε κάποιον ή κάτι.
    • Να βλάπτω τη φυσική ή ψυχική υγεία κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι υπερβολικές δόσεις φαρμάκων μπορούν να κακοποιήσουν τον οργανισμό.
    • Η κακή συμπεριφορά του κακοποιούσε τα συναισθήματα των άλλων.
    2