Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κακοποιώ (ρήμα) - (παρόμοια:
κακοποιός
-
κακοποίηση
)
Συνώνυμα
βλάπτω
πληγώνω
ζημιώνω
3
Αντώνυμα
βοηθώ
θεραπεύω
προστατεύω
3
Ορισμός
Να προκαλώ κακό ή ζημιά σε κάποιον ή κάτι.
Να βλάπτω τη φυσική ή ψυχική υγεία κάποιου.
2
Παραδείγματα
Οι υπερβολικές δόσεις φαρμάκων μπορούν να κακοποιήσουν τον οργανισμό.
Η κακή συμπεριφορά του κακοποιούσε τα συναισθήματα των άλλων.
2