1. Λέξη
    κακοποιός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κακοποιώ - φαρμακοποιός - κακοποίηση - ηθοποιός)
  2. Συνώνυμα
    • εγκληματίας
    • παραβάτης
    • κακός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αθώος
    • καλός
    • δικαίος
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που διαπράττει κακές πράξεις ή εγκλήματα.
    • Αυτός που προκαλεί βλάβη ή ζημιά σε άλλους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο κακοποιός συνελήφθη από την αστυνομία.
    • Οι κακοποιοί έκλεψαν πολλά αντικείμενα από το σπίτι.
    2