Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κακοποιός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κακοποιώ
-
φαρμακοποιός
-
κακοποίηση
-
ηθοποιός
)
Συνώνυμα
εγκληματίας
παραβάτης
κακός
3
Αντώνυμα
αθώος
καλός
δικαίος
3
Ορισμός
Πρόσωπο που διαπράττει κακές πράξεις ή εγκλήματα.
Αυτός που προκαλεί βλάβη ή ζημιά σε άλλους.
2
Παραδείγματα
Ο κακοποιός συνελήφθη από την αστυνομία.
Οι κακοποιοί έκλεψαν πολλά αντικείμενα από το σπίτι.
2