Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κακόμοιρη (επίθετο) - (παρόμοια:
κακόμοιρος
-
κακό
)
Συνώνυμα
δυστυχισμένη
θλιμμένη
ατυχής
3
Αντώνυμα
ευτυχισμένη
χαρούμενη
τυχερή
3
Ορισμός
που βρίσκεται σε κατάσταση δυστυχίας ή θλίψης
που χαρακτηρίζεται από κακή μοίρα ή ατυχία
2
Παραδείγματα
Η κακόμοιρη γυναίκα έκλαιγε για την απώλεια του παιδιού της.
Ο κακόμοιρος άνδρας έχασε τη δουλειά του και δεν μπορούσε να θρέψει την οικογένειά του.
2