Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κακόφημη (επίθετο) - (παρόμοια:
κακό
-
κακός
)
Συνώνυμα
δυσφημισμένη
κακοφημισμένη
με κακή φήμη
3
Αντώνυμα
καλοφημισμένη
ευδόκιμη
με καλή φήμη
3
Ορισμός
που έχει κακή φήμη
που είναι γνωστή για αρνητικά χαρακτηριστικά ή πράξεις
2
Παραδείγματα
Η περιοχή αυτή είναι κακόφημη για τα υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας.
Η εταιρεία έγινε κακόφημη μετά το σκάνδαλο διαφθοράς.
2