1. Λέξη
    κακόφημη (επίθετο) - (παρόμοια: κακό - κακός)
  2. Συνώνυμα
    • δυσφημισμένη
    • κακοφημισμένη
    • με κακή φήμη
    3
  3. Αντώνυμα
    • καλοφημισμένη
    • ευδόκιμη
    • με καλή φήμη
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει κακή φήμη
    • που είναι γνωστή για αρνητικά χαρακτηριστικά ή πράξεις
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η περιοχή αυτή είναι κακόφημη για τα υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας.
    • Η εταιρεία έγινε κακόφημη μετά το σκάνδαλο διαφθοράς.
    2