Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλάμι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καλά
-
καλάθι
-
σαλάμι
)
Συνώνυμα
στέλεχος
βέργα
ράβδος
3
Αντώνυμα
βράχος
τοίχος
στερεό
3
Ορισμός
Μακρόστενο κοίλο φυτικό όργανο, συνήθως από καλαμιά ή άλλα παρόμοια φυτά.
Λεπτό και μακρύ κομμάτι ξύλου ή άλλου υλικού που χρησιμοποιείται για διάφορους σκοπούς.
2
Παραδείγματα
Το καλάμι του σιταριού κουνιόταν με τον αέρα.
Χρησιμοποίησε ένα καλάμι για να φτιάξει ένα ψαροκόκαλο.
2