1. Λέξη
    καλάμι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καλά - καλάθι - σαλάμι)
  2. Συνώνυμα
    • στέλεχος
    • βέργα
    • ράβδος
    3
  3. Αντώνυμα
    • βράχος
    • τοίχος
    • στερεό
    3
  4. Ορισμός
    • Μακρόστενο κοίλο φυτικό όργανο, συνήθως από καλαμιά ή άλλα παρόμοια φυτά.
    • Λεπτό και μακρύ κομμάτι ξύλου ή άλλου υλικού που χρησιμοποιείται για διάφορους σκοπούς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το καλάμι του σιταριού κουνιόταν με τον αέρα.
    • Χρησιμοποίησε ένα καλάμι για να φτιάξει ένα ψαροκόκαλο.
    2