Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλέσεις (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καλέσω
)
Συνώνυμα
προσκλήσεις
κλητήρια
2
Αντώνυμα
αποδοχές
απορρίψεις
2
Ορισμός
Οι ενέργειες ή οι πράξεις που σχετίζονται με την πρόσκληση κάποιου σε μια συγκεκριμένη εκδήλωση ή δραστηριότητα.
Οι επίσημες προσκλήσεις που αποστέλλονται σε άτομα για να συμμετάσχουν σε μια τελετή ή γεγονός.
2
Παραδείγματα
Οι καλέσεις για το γάμο έγιναν πριν από ένα μήνα.
Έλαβα τις καλέσεις για την ετήσια συνάντηση της εταιρείας.
2