Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλέσω (ρήμα) - (παρόμοια:
καλέσεις
-
ανακαλέσω
-
προκαλέσω
-
αποκαλέσω
-
προσκαλέσω
)
Συνώνυμα
φωνάζω
καλώ
προσκαλώ
3
Αντώνυμα
απομακρύνω
διώχνω
2
Ορισμός
Να ζητήσω από κάποιον να έρθει σε ένα συγκεκριμένο μέρος.
Να επικοινωνήσω με κάποιον τηλεφωνικά.
Να ονομάσω κάποιον ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο.
3
Παραδείγματα
Θα σε καλέσω στο σπίτι μου το Σαββατοκύριακο.
Μπορείς να με καλέσεις στο τηλέφωνο μου αν χρειαστείς κάτι.
Τον κάλεσαν «ήρωα» μετά τη γενναία του πράξη.
3