1. Λέξη
    καλλιεργώ (ρήμα) - (παρόμοια: καλλιεργεί - καλλιόπη)
  2. Συνώνυμα
    • καλλιεργώ
    • καλλιεργώ
    • καλλιεργώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμελώ
    • παραμελώ
    2
  4. Ορισμός
    • Εκμεταλλεύομαι τη γη για καλλιέργεια.
    • Αναπτύσσω και βελτιώνω κάτι με φροντίδα και εργασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αγρότης καλλιεργεί τα χωράφια του με αγάπη.
    • Η εταιρεία καλλιεργεί νέες ιδέες για την ανάπτυξη των προϊόντων της.
    2