Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλλιεργώ (ρήμα) - (παρόμοια:
καλλιεργεί
-
καλλιόπη
)
Συνώνυμα
καλλιεργώ
καλλιεργώ
καλλιεργώ
3
Αντώνυμα
αμελώ
παραμελώ
2
Ορισμός
Εκμεταλλεύομαι τη γη για καλλιέργεια.
Αναπτύσσω και βελτιώνω κάτι με φροντίδα και εργασία.
2
Παραδείγματα
Ο αγρότης καλλιεργεί τα χωράφια του με αγάπη.
Η εταιρεία καλλιεργεί νέες ιδέες για την ανάπτυξη των προϊόντων της.
2