Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλλιεργεί (ρήμα) - (παρόμοια:
καλλιεργώ
-
καλλιέργεια
)
Συνώνυμα
καλλιεργώ
καλλιεργείς
καλλιεργούμε
καλλιεργείτε
καλλιεργούν
5
Αντώνυμα
αμελώ
παραμελώ
αφήνω άγονη
3
Ορισμός
Εκμεταλλεύομαι τη γη με γεωργικές εργασίες.
Αναπτύσσω και βελτιώνω κάτι με φροντίδα και κόπο.
2
Παραδείγματα
Ο αγρότης καλλιεργεί τα χωράφια του με αγάπη.
Πρέπει να καλλιεργήσουμε τις δεξιότητές μας για να πετύχουμε.
2