Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλπάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
κοπάζω
)
Συνώνυμα
τρέχω
οδοιπορώ γρήγορα
σπεύδω
3
Αντώνυμα
περπατώ αργά
σταματώ
κυμαίνομαι
3
Ορισμός
κινώ με γρήγορο βηματισμό, συνήθως αναφέρεται σε άλογο ή άτομο που κινείται με ρυθμό καλπασμού
προχωρώ με μεγάλη ταχύτητα ή ένταση
2
Παραδείγματα
Το άλογο καλπάζει στο γήπεδο.
Ο δρομέας καλπάζει προς τη γραμμή του τέρματος.
2