1. Λέξη
    καλπάζω (ρήμα) - (παρόμοια: κοπάζω)
  2. Συνώνυμα
    • τρέχω
    • οδοιπορώ γρήγορα
    • σπεύδω
    3
  3. Αντώνυμα
    • περπατώ αργά
    • σταματώ
    • κυμαίνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • κινώ με γρήγορο βηματισμό, συνήθως αναφέρεται σε άλογο ή άτομο που κινείται με ρυθμό καλπασμού
    • προχωρώ με μεγάλη ταχύτητα ή ένταση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το άλογο καλπάζει στο γήπεδο.
    • Ο δρομέας καλπάζει προς τη γραμμή του τέρματος.
    2