1. Λέξη
    κοπάζω (ρήμα) - (παρόμοια: κοπάνα - κοπάδι - καλπάζω - κουράζω - κοιτάζω)
  2. Συνώνυμα
    • ησυχάζω
    • σταματώ
    • κατευνάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεκινώ
    • επιτείνω
    • ανακινώ
    3
  4. Ορισμός
    • Μειώνομαι σε ένταση ή σε ποσότητα.
    • Παύω να ενεργώ ή να λειτουργώ.
    • Ηρεμώ, ησυχάζω.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο άνεμος άρχισε να κοπάζει το απόγευμα.
    • Μετά τη θύελλα, τα κύματα κοπάζουν σταδιακά.
    • Τα πόνους του κοπάζουν μόνο με το φάρμακο.
    3