Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοπάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
κοπάνα
-
κοπάδι
-
καλπάζω
-
κουράζω
-
κοιτάζω
)
Συνώνυμα
ησυχάζω
σταματώ
κατευνάζω
3
Αντώνυμα
ξεκινώ
επιτείνω
ανακινώ
3
Ορισμός
Μειώνομαι σε ένταση ή σε ποσότητα.
Παύω να ενεργώ ή να λειτουργώ.
Ηρεμώ, ησυχάζω.
3
Παραδείγματα
Ο άνεμος άρχισε να κοπάζει το απόγευμα.
Μετά τη θύελλα, τα κύματα κοπάζουν σταδιακά.
Τα πόνους του κοπάζουν μόνο με το φάρμακο.
3