1. Λέξη
    καλυτερεύω (ρήμα) - (παρόμοια: στερεύω)
  2. Συνώνυμα
    • βελτιώνω
    • εξαπλώνομαι
    • προοδεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιδεινώνω
    • χειροτερεύω
    • παρακμάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να γίνομαι καλύτερος σε ποιότητα ή κατάσταση.
    • Να βελτιώνομαι με την πάροδο του χρόνου.
    • Να αναπτύσσομαι θετικά σε κάποιον τομέα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι συνθήκες ζωής καλυτέρεψαν μετά την οικονομική ανάπτυξη.
    • Προσπάθησε να καλυτερεύσει τις σχέσεις του με τους συναδέλφους του.
    • Η υγεία του καλυτέρεψε αισθητά μετά τη θεραπεία.
    3