Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλυτερεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
στερεύω
)
Συνώνυμα
βελτιώνω
εξαπλώνομαι
προοδεύω
3
Αντώνυμα
επιδεινώνω
χειροτερεύω
παρακμάζω
3
Ορισμός
Να γίνομαι καλύτερος σε ποιότητα ή κατάσταση.
Να βελτιώνομαι με την πάροδο του χρόνου.
Να αναπτύσσομαι θετικά σε κάποιον τομέα.
3
Παραδείγματα
Οι συνθήκες ζωής καλυτέρεψαν μετά την οικονομική ανάπτυξη.
Προσπάθησε να καλυτερεύσει τις σχέσεις του με τους συναδέλφους του.
Η υγεία του καλυτέρεψε αισθητά μετά τη θεραπεία.
3