1. Λέξη
    στερεύω (ρήμα) - (παρόμοια: στερεό - στενεύω - στερεός - στερώ - στεριά - καλυτερεύω - στερεότυπο)
  2. Συνώνυμα
    • εμποδίζω
    • παρακωλύω
    • αποτρέπω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιτρέπω
    • επιτρέπω
    • προωθώ
    3
  4. Ορισμός
    • Εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι ή να προχωρήσει σε κάτι.
    • Παρακωλύω ή αποτρέπω την εξέλιξη ή την ολοκλήρωση μιας ενέργειας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι βροχές στερέψανε την πρόοδο των εργασιών.
    • Οι γονείς του τον στερέψανε από το να ακολουθήσει το όνειρό του.
    2