Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στερεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
στερεό
-
στενεύω
-
στερεός
-
στερώ
-
στεριά
-
καλυτερεύω
-
στερεότυπο
)
Συνώνυμα
εμποδίζω
παρακωλύω
αποτρέπω
3
Αντώνυμα
επιτρέπω
επιτρέπω
προωθώ
3
Ορισμός
Εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι ή να προχωρήσει σε κάτι.
Παρακωλύω ή αποτρέπω την εξέλιξη ή την ολοκλήρωση μιας ενέργειας.
2
Παραδείγματα
Οι βροχές στερέψανε την πρόοδο των εργασιών.
Οι γονείς του τον στερέψανε από το να ακολουθήσει το όνειρό του.
2