1. Λέξη
    καλωδιακός (επίθετο) - (παρόμοια: καρδιακός - κακός)
  2. Συνώνυμα
    • σύρματος
    • με καλώδιο
    • με σύρμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασύρματος
    • ασύρματος
    2
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με καλώδια ή χρησιμοποιεί καλώδια για τη μετάδοση σημάτων ή ενέργειας
    • που λειτουργεί με καλώδιο ή συνδέεται μέσω καλωδίων
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η καλωδιακή τηλεόραση παρέχει πολλά κανάλια.
    • Το καλωδιακό τηλέφωνο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σε πολλά γραφεία.
    2