Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλωδιακός (επίθετο) - (παρόμοια:
καρδιακός
-
κακός
)
Συνώνυμα
σύρματος
με καλώδιο
με σύρμα
3
Αντώνυμα
ασύρματος
ασύρματος
2
Ορισμός
που σχετίζεται με καλώδια ή χρησιμοποιεί καλώδια για τη μετάδοση σημάτων ή ενέργειας
που λειτουργεί με καλώδιο ή συνδέεται μέσω καλωδίων
2
Παραδείγματα
Η καλωδιακή τηλεόραση παρέχει πολλά κανάλια.
Το καλωδιακό τηλέφωνο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σε πολλά γραφεία.
2