Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλωσορίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
καλωσορίσω
-
καθορίζω
)
Συνώνυμα
υποδέχομαι
καταδέχομαι
δεξιώνομαι
3
Αντώνυμα
απορρίπτω
αποδοκιμάζω
απομακρύνω
3
Ορισμός
Κάνω κάποιον να νιώσει ευπρόσδεκτος σε ένα μέρος ή μια κατάσταση.
Εκφράζω την ευχαρίστηση μου για την άφιξη κάποιου.
2
Παραδείγματα
Οι γονείς καλωσόρισαν τα παιδιά τους στο σπίτι μετά από μακριά ταξίδια.
Η πόλη καλωσόρισε τους επισκέπτες με φωταψίες και μουσική.
2