Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθορίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
καθορίσω
-
καθαρίζω
-
καθορίζομαι
-
καθίζω
-
καλωσορίζω
-
ορίζω
)
Συνώνυμα
ορίζω
προσδιορίζω
καθιστώ
3
Αντώνυμα
αφήνω
αποφεύγω
αδιαφορώ
3
Ορισμός
Καθιστώ κάτι σαφές ή οριστικό.
Παίρνω μια απόφαση ή θέτω ένα όριο.
Επιβάλλω ή θέτω τους όρους για κάτι.
3
Παραδείγματα
Ο νόμος καθορίζει τα δικαιώματα των πολιτών.
Η επιτροπή θα καθορίσει την ημερομηνία της συνάντησης.
Οι καιρικές συνθήκες καθορίζουν αν θα πραγματοποιηθεί το ταξίδι.
3