1. Λέξη
    καθορίζω (ρήμα) - (παρόμοια: καθορίσω - καθαρίζω - καθορίζομαι - καθίζω - καλωσορίζω - ορίζω)
  2. Συνώνυμα
    • ορίζω
    • προσδιορίζω
    • καθιστώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • αποφεύγω
    • αδιαφορώ
    3
  4. Ορισμός
    • Καθιστώ κάτι σαφές ή οριστικό.
    • Παίρνω μια απόφαση ή θέτω ένα όριο.
    • Επιβάλλω ή θέτω τους όρους για κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο νόμος καθορίζει τα δικαιώματα των πολιτών.
    • Η επιτροπή θα καθορίσει την ημερομηνία της συνάντησης.
    • Οι καιρικές συνθήκες καθορίζουν αν θα πραγματοποιηθεί το ταξίδι.
    3