Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλωσόρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καθάρισμα
)
Συνώνυμα
υποδοχή
χαιρετισμός
καλωσόρι
3
Αντώνυμα
αποχαιρετισμός
αποχώρηση
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή η διαδικασία του να καλωσορίζεις κάποιον.
Οι λόγοι ή οι κινήσεις που γίνονται όταν καλωσορίζεις κάποιον.
Η πρώτη επαφή ή εντύπωση που δημιουργείται όταν γνωρίζεις κάποιον.
3
Παραδείγματα
Το καλωσόρισμα των επισκεπτών ήταν πολύ ζεστό και φιλικό.
Ο δήμαρχος έδωσε ένα επίσημο καλωσόρισμα στους νέους κατοίκους της πόλης.
Το καλωσόρισμα της οικογένειας με έκανε να νιώθω σαν στο σπίτι μου.
3