1. Λέξη
    καλωσόρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καθάρισμα)
  2. Συνώνυμα
    • υποδοχή
    • χαιρετισμός
    • καλωσόρι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποχαιρετισμός
    • αποχώρηση
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η διαδικασία του να καλωσορίζεις κάποιον.
    • Οι λόγοι ή οι κινήσεις που γίνονται όταν καλωσορίζεις κάποιον.
    • Η πρώτη επαφή ή εντύπωση που δημιουργείται όταν γνωρίζεις κάποιον.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το καλωσόρισμα των επισκεπτών ήταν πολύ ζεστό και φιλικό.
    • Ο δήμαρχος έδωσε ένα επίσημο καλωσόρισμα στους νέους κατοίκους της πόλης.
    • Το καλωσόρισμα της οικογένειας με έκανε να νιώθω σαν στο σπίτι μου.
    3