Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθάρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καθάρμα
-
χάρισμα
-
καλωσόρισμα
)
Συνώνυμα
καθαρισμός
καθαριότητα
απολύμανση
3
Αντώνυμα
βρωμιά
ακαθαρσία
μολυσματικότητα
3
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καθαρίζω, δηλαδή της αφαίρεσης της βρωμιάς ή των ακαθαρσιών από κάτι.
Η ενέργεια του να καθαρίζεις ένα χώρο ή ένα αντικείμενο ώστε να γίνει πιο καθαρό ή να αποκτήσει καλύτερη εμφάνιση.
2
Παραδείγματα
Το καθάρισμα του σπιτιού πήρε πολλές ώρες.
Μετά το πάρτι, το καθάρισμα της κουζίνας ήταν απαραίτητο.
2