Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλόγρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καλός
-
καλόγερος
)
Συνώνυμα
μοναχή
αδελφή
θρησκευόμενη
3
Αντώνυμα
καλόγερος
μοναχός
ιερέας
3
Ορισμός
Γυναίκα που έχει αφιερωθεί στη θρησκευτική ζωή και ζει σε μοναστήρι.
Μέλος γυναικείας μοναστικής κοινότητας.
2
Παραδείγματα
Η καλόγρια περνούσε τις ώρες της στην προσευχή και τη μελέτη θρησκευτικών κειμένων.
Η μητέρα της αποφάσισε να γίνει καλόγρια μετά το θάνατο του συζύγου της.
2