1. Λέξη
    καλόγρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καλός - καλόγερος)
  2. Συνώνυμα
    • μοναχή
    • αδελφή
    • θρησκευόμενη
    3
  3. Αντώνυμα
    • καλόγερος
    • μοναχός
    • ιερέας
    3
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα που έχει αφιερωθεί στη θρησκευτική ζωή και ζει σε μοναστήρι.
    • Μέλος γυναικείας μοναστικής κοινότητας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η καλόγρια περνούσε τις ώρες της στην προσευχή και τη μελέτη θρησκευτικών κειμένων.
    • Η μητέρα της αποφάσισε να γίνει καλόγρια μετά το θάνατο του συζύγου της.
    2