1. Λέξη
    καλός (επίθετο) - (παρόμοια: καλά - καλώ - καραφλός - καλόγρια)
  2. Συνώνυμα
    • καλλίτερος
    • άριστος
    • εξαιρετικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • κακός
    • άσχημος
    • κατώτερος
    3
  4. Ορισμός
    • Όταν κάτι ή κάποιος έχει θετικές ιδιότητες ή χαρακτηριστικά.
    • Όταν κάτι λειτουργεί σωστά ή είναι κατάλληλο για έναν συγκεκριμένο σκοπό.
    • Όταν κάποιος έχει ηθική αξία ή συμπεριφέρεται με τρόπο που θεωρείται σωστός.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αυτός ο καφές είναι πολύ καλός.
    • Είναι καλός μαθητής και μελετάει πολύ.
    • Έκανε μια καλή πράξη βοηθώντας τον γείτονά του.
    3