Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλός (επίθετο) - (παρόμοια:
καλά
-
καλώ
-
καραφλός
-
καλόγρια
)
Συνώνυμα
καλλίτερος
άριστος
εξαιρετικός
3
Αντώνυμα
κακός
άσχημος
κατώτερος
3
Ορισμός
Όταν κάτι ή κάποιος έχει θετικές ιδιότητες ή χαρακτηριστικά.
Όταν κάτι λειτουργεί σωστά ή είναι κατάλληλο για έναν συγκεκριμένο σκοπό.
Όταν κάποιος έχει ηθική αξία ή συμπεριφέρεται με τρόπο που θεωρείται σωστός.
3
Παραδείγματα
Αυτός ο καφές είναι πολύ καλός.
Είναι καλός μαθητής και μελετάει πολύ.
Έκανε μια καλή πράξη βοηθώντας τον γείτονά του.
3