Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κανέλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φανέλα
-
καν
-
καρτέλα
-
κανένας
)
Συνώνυμα
μπαρμπαρίσκο
κασσία
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μπαχαρικό που προέρχεται από το φλοιό του δέντρου κανέλας και χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική.
Το δέντρο από το οποίο προέρχεται το παραπάνω μπαχαρικό.
2
Παραδείγματα
Η κανέλα προσδίδει μια ιδιαίτερη γεύση στα γλυκά.
Η μυρωδιά της κανέλας γεμίζει το σπίτι τις γιορτές.
2