1. Λέξη
    καν (ρήμα) - (παρόμοια: κανω - κανό - κανίς - κανγκ - κανείς - κανέλα - κανάλι - κανάτα - κανόνι)
  2. Συνώνυμα
    • κάνω
    • ενεργώ
    • πραγματοποιώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδρανώ
    • αποφεύγω
    2
  4. Ορισμός
    • Εκτελώ μια ενέργεια ή δραστηριότητα.
    • Παράγω ή δημιουργώ κάτι.
    • Εκπληρώνω ένα καθήκον ή υποχρέωση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα κάνω τα μαθήματα μου αύριο.
    • Τι κάνεις το απόγευμα;
    • Ο μάγειρας κάνει νόστιμα γλυκά.
    3