Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καν (ρήμα) - (παρόμοια:
κανω
-
κανό
-
κανίς
-
κανγκ
-
κανείς
-
κανέλα
-
κανάλι
-
κανάτα
-
κανόνι
)
Συνώνυμα
κάνω
ενεργώ
πραγματοποιώ
3
Αντώνυμα
αδρανώ
αποφεύγω
2
Ορισμός
Εκτελώ μια ενέργεια ή δραστηριότητα.
Παράγω ή δημιουργώ κάτι.
Εκπληρώνω ένα καθήκον ή υποχρέωση.
3
Παραδείγματα
Θα κάνω τα μαθήματα μου αύριο.
Τι κάνεις το απόγευμα;
Ο μάγειρας κάνει νόστιμα γλυκά.
3