-
Λέξη
κανείς (-) - (παρόμοια:
κανίς -
καν)
-
2
-
2
-
Ορισμός
- Αρνητική αντωνυμία που δηλώνει την απουσία οποιουδήποτε ατόμου ή πράγματος.
- Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι δεν υπάρχει κανένα άτομο ή πράγμα σε μια συγκεκριμένη κατάσταση.
2
-
Παραδείγματα
- Δεν ήρθε κανείς στο πάρτι.
- Κανείς δεν ήξερε την απάντηση.
2