1. Λέξη
    καραμέλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καρτέλα - καραμπίνα)
  2. Συνώνυμα
    • γλυκό
    • ζαχαρωτό
    2
  3. Αντώνυμα
    • πικρό
    • αλμυρό
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται από ζάχαρη, νερό και συχνά γάλα ή βούτυρο, με χαρακτηριστική μαλακή και ελαστική υφή.
    • Μια μικρή, σκληρή ζαχαρωτή καραμέλα που τρώγεται ως γλυκό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γιαγιά μου έφτιαξε νόστιμες καραμέλες με γεύση βανίλιας.
    • Ο μικρός Γιάννης αγόρασε μια καραμέλα από το περίπτερο.
    2