Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καραμέλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καρτέλα
-
καραμπίνα
)
Συνώνυμα
γλυκό
ζαχαρωτό
2
Αντώνυμα
πικρό
αλμυρό
2
Ορισμός
Ένα είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται από ζάχαρη, νερό και συχνά γάλα ή βούτυρο, με χαρακτηριστική μαλακή και ελαστική υφή.
Μια μικρή, σκληρή ζαχαρωτή καραμέλα που τρώγεται ως γλυκό.
2
Παραδείγματα
Η γιαγιά μου έφτιαξε νόστιμες καραμέλες με γεύση βανίλιας.
Ο μικρός Γιάννης αγόρασε μια καραμέλα από το περίπτερο.
2