1. Λέξη
    καραμπίνα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καμπίνα - καραντίνα - κομπίνα - καραμέλα)
  2. Συνώνυμα
    • τουφέκι
    • όπλο
    • βερνίκι
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρό τουφέκι με κοντό κάννη, που χρησιμοποιείται κυρίως για κυνήγι ή για στρατιωτικούς σκοπούς.
    • Όπλο που συνήθως έχει μικρότερο μήκος από ένα συμβατικό τουφέκι και χρησιμοποιείται για ειδικούς σκοπούς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο κυνηγός κρατούσε την καραμπίνα του για να προστατευτεί από τα άγρια ζώα.
    • Η καραμπίνα ήταν βασικό όπλο των στρατιωτών κατά τον 19ο αιώνα.
    2