Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καραμπίνα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καμπίνα
-
καραντίνα
-
κομπίνα
-
καραμέλα
)
Συνώνυμα
τουφέκι
όπλο
βερνίκι
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό τουφέκι με κοντό κάννη, που χρησιμοποιείται κυρίως για κυνήγι ή για στρατιωτικούς σκοπούς.
Όπλο που συνήθως έχει μικρότερο μήκος από ένα συμβατικό τουφέκι και χρησιμοποιείται για ειδικούς σκοπούς.
2
Παραδείγματα
Ο κυνηγός κρατούσε την καραμπίνα του για να προστατευτεί από τα άγρια ζώα.
Η καραμπίνα ήταν βασικό όπλο των στρατιωτών κατά τον 19ο αιώνα.
2