Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καραφλός (επίθετο) - (παρόμοια:
καλός
)
Συνώνυμα
φαλακρός
αδιάντροπος
2
Αντώνυμα
μαλλιαρός
τριχωτός
2
Ορισμός
που δεν έχει μαλλιά στο κεφάλι
που έχει χάσει τα μαλλιά του
2
Παραδείγματα
Ο παππούς μου είναι καραφλός.
Ο καραφλός άντρας φορούσε καπέλο για να προστατευτεί από τον ήλιο.
2