Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καροτσάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καρφάκι
)
Συνώνυμα
καλάθι
καροτσάκι αγορών
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό καρότσι που χρησιμοποιείται συνήθως στα σούπερ μάρκετ για τη μεταφορά των αγορών.
Μικρό μεταλλικό ή πλαστικό όχημα με ρόδες που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά αντικειμένων.
2
Παραδείγματα
Έβαλα τα ψώνια στο καροτσάκι και πήγα προς τα ταμεία.
Το καροτσάκι στο σούπερ μάρκετ ήταν γεμάτο με φρέσκα φρούτα και λαχανικά.
2