1. Λέξη
    καροτσάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καρφάκι)
  2. Συνώνυμα
    • καλάθι
    • καροτσάκι αγορών
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρό καρότσι που χρησιμοποιείται συνήθως στα σούπερ μάρκετ για τη μεταφορά των αγορών.
    • Μικρό μεταλλικό ή πλαστικό όχημα με ρόδες που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά αντικειμένων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έβαλα τα ψώνια στο καροτσάκι και πήγα προς τα ταμεία.
    • Το καροτσάκι στο σούπερ μάρκετ ήταν γεμάτο με φρέσκα φρούτα και λαχανικά.
    2