Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καρφάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καρφί
-
καρτελάκι
-
καροτσάκι
-
καπάκι
-
καμάκι
)
Συνώνυμα
κατσάβραχο
καρφί
καρφίτσα
3
Αντώνυμα
βίδα
πριτσίνι
2
Ορισμός
Μικρό μεταλλικό αντικείμενο με αιχμηρή άκρη, που χρησιμοποιείται για να στερεώνει ή να συνδέει υλικά.
Συνηθισμένο εργαλείο σε ξυλουργικές και κατασκευαστικές εργασίες.
2
Παραδείγματα
Χρειάστηκε ένα καρφάκι για να στερεώσει τον πίνακα στον τοίχο.
Ο ξυλουργός χρησιμοποίησε πολλά καρφάκια για να φτιάξει το ράφι.
2