1. Λέξη
    καρφάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καρφί - καρτελάκι - καροτσάκι - καπάκι - καμάκι)
  2. Συνώνυμα
    • κατσάβραχο
    • καρφί
    • καρφίτσα
    3
  3. Αντώνυμα
    • βίδα
    • πριτσίνι
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό μεταλλικό αντικείμενο με αιχμηρή άκρη, που χρησιμοποιείται για να στερεώνει ή να συνδέει υλικά.
    • Συνηθισμένο εργαλείο σε ξυλουργικές και κατασκευαστικές εργασίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χρειάστηκε ένα καρφάκι για να στερεώσει τον πίνακα στον τοίχο.
    • Ο ξυλουργός χρησιμοποίησε πολλά καρφάκια για να φτιάξει το ράφι.
    2