1. Λέξη
    καρτελάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καρφάκι)
  2. Συνώνυμα
    • σημείωμα
    • χαρτάκι
    • συρραπτικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • βιβλίο
    • τετράδιο
    • μεγάλο χαρτί
    3
  4. Ορισμός
    • Μικρό κομμάτι χαρτί, συνήθως ορθογώνιο, που χρησιμοποιείται για σύντομες σημειώσεις ή υπενθυμίσεις.
    • Επίσημο έγγραφο ή ειδοποίηση μικρής διάρκειας ή σημασίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έγραψε το τηλέφωνό του σε ένα καρτελάκι και μου το έδωσε.
    • Ο δάσκαλος μού έδωσε ένα καρτελάκι με τις οδηγίες για την εργασία.
    2