Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατάπληκτος (επίθετο) - (παρόμοια:
έκπληκτος
)
Συνώνυμα
έκπληκτος
συγχυσμένος
εξαφνιασμένος
3
Αντώνυμα
αδιάφορος
αμέτοχος
απαθής
3
Ορισμός
Που έχει εκπλαγεί ή σοκαριστεί βαθιά από κάτι.
Που δείχνει έντονη έκπληξη ή δυσπιστία.
2
Παραδείγματα
Έμεινε κατάπληκτος όταν είδε το δώρο.
Τα νέα τον άφησαν κατάπληκτο και χωρίς λόγια.
2