1. Λέξη
    έκπληκτος (επίθετο) - (παρόμοια: έκπληξη - κατάπληκτος - έκτακτος)
  2. Συνώνυμα
    • κατάπληκτος
    • συγχυσμένος
    • αμήχανος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιάφορος
    • απαθής
    • αμετάβλητος
    3
  4. Ορισμός
    • Που εκφράζει έκπληξη ή απορία.
    • Που έχει προκαλέσει έκπληξη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έμεινε έκπληκτος όταν είδε το δώρο.
    • Η έκπληκτη έκφραση στο πρόσωπό του έδειχνε ότι δεν το περίμενε.
    2