1. Λέξη
    καταθλιπτικός (επίθετο) - (παρόμοια: αντικαταθλιπτικό - καταπληκτικός - κατασκευαστικός)
  2. Συνώνυμα
    • μελαγχολικός
    • θλιβερός
    • συντετριμμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαρούμενος
    • ευδιάθετος
    • ζωηρός
    3
  4. Ορισμός
    • που προκαλεί ή εκφράζει θλίψη και μελαγχολία
    • που σχετίζεται με την κατάθλιψη ή τα συμπτώματά της
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ταινία είχε έναν πολύ καταθλιπτικό τόνο.
    • Ο καιρός σήμερα είναι ιδιαίτερα καταθλιπτικός.
    2