Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταθλιπτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αντικαταθλιπτικό
-
καταπληκτικός
-
κατασκευαστικός
)
Συνώνυμα
μελαγχολικός
θλιβερός
συντετριμμένος
3
Αντώνυμα
χαρούμενος
ευδιάθετος
ζωηρός
3
Ορισμός
που προκαλεί ή εκφράζει θλίψη και μελαγχολία
που σχετίζεται με την κατάθλιψη ή τα συμπτώματά της
2
Παραδείγματα
Η ταινία είχε έναν πολύ καταθλιπτικό τόνο.
Ο καιρός σήμερα είναι ιδιαίτερα καταθλιπτικός.
2