1. Λέξη
    αντικαταθλιπτικό (επίθετο) - (παρόμοια: καταθλιπτικός - αντικατασταθώ - αντισηπτικό - αντικαταστήσω)
  2. Συνώνυμα
    • αντιμελαγχολικό
    • ψυχοανελκυστικό
    2
  3. Αντώνυμα
    • καταθλιπτικό
    • μελαγχολικό
    2
  4. Ορισμός
    • που βοηθά στη θεραπεία ή στην καταπολέμηση της κατάθλιψης
    • που έχει την ιδιότητα να βελτιώνει τη διάθεση ή να μειώνει τα συμπτώματα της κατάθλιψης
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός του συνέστησε ένα νέο αντικαταθλιπτικό φάρμακο.
    • Η μουσική μπορεί να έχει αντικαταθλιπτική επίδραση σε πολλούς ανθρώπους.
    2