Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντικαταθλιπτικό (επίθετο) - (παρόμοια:
καταθλιπτικός
-
αντικατασταθώ
-
αντισηπτικό
-
αντικαταστήσω
)
Συνώνυμα
αντιμελαγχολικό
ψυχοανελκυστικό
2
Αντώνυμα
καταθλιπτικό
μελαγχολικό
2
Ορισμός
που βοηθά στη θεραπεία ή στην καταπολέμηση της κατάθλιψης
που έχει την ιδιότητα να βελτιώνει τη διάθεση ή να μειώνει τα συμπτώματα της κατάθλιψης
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός του συνέστησε ένα νέο αντικαταθλιπτικό φάρμακο.
Η μουσική μπορεί να έχει αντικαταθλιπτική επίδραση σε πολλούς ανθρώπους.
2