1. Λέξη
    κατακόρυφος (επίθετο) - (παρόμοια: κατακόμβη)
  2. Συνώνυμα
    • κάθετος
    • ορθογώνιος
    2
  3. Αντώνυμα
    • οριζόντιος
    • επίπεδος
    2
  4. Ορισμός
    • Που σχηματίζει ορθή γωνία με το οριζόντιο επίπεδο.
    • Που κινείται ή βρίσκεται σε διεύθυνση από πάνω προς τα κάτω ή αντίστροφα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η σκάλα ήταν τοποθετημένη κατακόρυφα στον τοίχο.
    • Το βέλος κινήθηκε κατακόρυφα προς τα πάνω.
    2