Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατακόρυφος (επίθετο) - (παρόμοια:
κατακόμβη
)
Συνώνυμα
κάθετος
ορθογώνιος
2
Αντώνυμα
οριζόντιος
επίπεδος
2
Ορισμός
Που σχηματίζει ορθή γωνία με το οριζόντιο επίπεδο.
Που κινείται ή βρίσκεται σε διεύθυνση από πάνω προς τα κάτω ή αντίστροφα.
2
Παραδείγματα
Η σκάλα ήταν τοποθετημένη κατακόρυφα στον τοίχο.
Το βέλος κινήθηκε κατακόρυφα προς τα πάνω.
2