1. Λέξη
    κατακόμβη (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κατακτώ - κατακόρυφος - κατακλύω)
  2. Συνώνυμα
    • υπόγειο
    • καταυλισμός
    • λαβύρινθος
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιφάνεια
    • ανοιχτός χώρος
    2
  4. Ορισμός
    • Υπόγειος χώρος ή δίκτυο σηράγγων, συχνά χρησιμοποιούμενος ως κρησφύγετο ή τόπος λατρείας.
    • Συγκρότημα υπόγειων θαλάμων και διαδρόμων, ιδιαίτερα εκείνων που χρησιμοποιούνταν από τους πρώτους Χριστιανούς ως τόποι λατρείας και ταφής.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι κατακόμβες της Ρώμης είναι διάσημες για την ιστορική τους σημασία.
    • Κρύβονταν στις κατακόμβες για να γλιτώσει από τους διώκτες του.
    2