Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατακόμβη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατακτώ
-
κατακόρυφος
-
κατακλύω
)
Συνώνυμα
υπόγειο
καταυλισμός
λαβύρινθος
3
Αντώνυμα
επιφάνεια
ανοιχτός χώρος
2
Ορισμός
Υπόγειος χώρος ή δίκτυο σηράγγων, συχνά χρησιμοποιούμενος ως κρησφύγετο ή τόπος λατρείας.
Συγκρότημα υπόγειων θαλάμων και διαδρόμων, ιδιαίτερα εκείνων που χρησιμοποιούνταν από τους πρώτους Χριστιανούς ως τόποι λατρείας και ταφής.
2
Παραδείγματα
Οι κατακόμβες της Ρώμης είναι διάσημες για την ιστορική τους σημασία.
Κρύβονταν στις κατακόμβες για να γλιτώσει από τους διώκτες του.
2