Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατεβάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
κατεβάσετε
-
κατεβαίνω
)
Συνώνυμα
καταφέρω
ρίχνω
φέρω κάτω
3
Αντώνυμα
ανεβάζω
σηκώνω
υψώνω
3
Ορισμός
Μεταφέρω κάτι από ψηλότερο σε χαμηλότερο σημείο.
Καταφέρω κάτι προς τα κάτω.
Μειώνω την ένταση ή την ποσότητα κάτι.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να κατεβάσεις τα πράγματα από το πατάρι.
Ο καιρός κατέβασε την θερμοκρασία.
Κατέβασε τη φωνή του για να μην ξυπνήσει το μωρό.
3