1. Λέξη
    κατεβάζω (ρήμα) - (παρόμοια: κατεβάσετε - κατεβαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • καταφέρω
    • ρίχνω
    • φέρω κάτω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανεβάζω
    • σηκώνω
    • υψώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Μεταφέρω κάτι από ψηλότερο σε χαμηλότερο σημείο.
    • Καταφέρω κάτι προς τα κάτω.
    • Μειώνω την ένταση ή την ποσότητα κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να κατεβάσεις τα πράγματα από το πατάρι.
    • Ο καιρός κατέβασε την θερμοκρασία.
    • Κατέβασε τη φωνή του για να μην ξυπνήσει το μωρό.
    3