Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατεβαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
καταλαβαίνω
-
καταπίνω
-
ανεβαίνω
-
κατεβάζω
)
Συνώνυμα
καταβαίνω
κατέρχομαι
καταβιβάζω
3
Αντώνυμα
ανεβαίνω
αναβαίνω
ανέρχομαι
3
Ορισμός
Μετακινώ προς τα κάτω από ένα υψηλότερο σημείο.
Φεύγω από ένα μέρος προς ένα άλλο, συνήθως από ένα υψηλότερο σε ένα χαμηλότερο επίπεδο.
Μειώνω την ένταση ή το επίπεδο κάτι.
3
Παραδείγματα
Κατεβαίνω τις σκάλες για να πάρω το γράμμα.
Οι θερμοκρασίες κατεβαίνουν σημαντικά το βράδυ.
Κατεβαίνω από το λεωφορείο στην επόμενη στάση.
3