1. Λέξη
    κατεβαίνω (ρήμα) - (παρόμοια: καταλαβαίνω - καταπίνω - ανεβαίνω - κατεβάζω)
  2. Συνώνυμα
    • καταβαίνω
    • κατέρχομαι
    • καταβιβάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανεβαίνω
    • αναβαίνω
    • ανέρχομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Μετακινώ προς τα κάτω από ένα υψηλότερο σημείο.
    • Φεύγω από ένα μέρος προς ένα άλλο, συνήθως από ένα υψηλότερο σε ένα χαμηλότερο επίπεδο.
    • Μειώνω την ένταση ή το επίπεδο κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Κατεβαίνω τις σκάλες για να πάρω το γράμμα.
    • Οι θερμοκρασίες κατεβαίνουν σημαντικά το βράδυ.
    • Κατεβαίνω από το λεωφορείο στην επόμενη στάση.
    3