1. Λέξη
    κατηχητικό (επίθετο) - (παρόμοια: καταστατικό)
  2. Συνώνυμα
    • διδακτικό
    • εκπαιδευτικό
    • μορφωτικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακατήχητο
    • ανεκπαίδευτο
    • αμόρφωτο
    3
  4. Ορισμός
    • Που αφορά την κατήχηση ή σχετίζεται με αυτή.
    • Που έχει σχέση με τη διδασκαλία των βασικών αρχών μιας θρησκείας, ιδιαίτερα του Χριστιανισμού.
    • Που προορίζεται για την εκμάθηση βασικών γνώσεων ή αρχών.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το κατηχητικό βιβλίο περιέχει τις βασικές αρχές της πίστης.
    • Οι κατηχητικές διαλέξεις βοηθούν τους νέους να κατανοήσουν τη θρησκεία τους.
    • Η κατηχητική διαδικασία είναι σημαντική για την πνευματική ανάπτυξη.
    3