Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατηχητικό (επίθετο) - (παρόμοια:
καταστατικό
)
Συνώνυμα
διδακτικό
εκπαιδευτικό
μορφωτικό
3
Αντώνυμα
ακατήχητο
ανεκπαίδευτο
αμόρφωτο
3
Ορισμός
Που αφορά την κατήχηση ή σχετίζεται με αυτή.
Που έχει σχέση με τη διδασκαλία των βασικών αρχών μιας θρησκείας, ιδιαίτερα του Χριστιανισμού.
Που προορίζεται για την εκμάθηση βασικών γνώσεων ή αρχών.
3
Παραδείγματα
Το κατηχητικό βιβλίο περιέχει τις βασικές αρχές της πίστης.
Οι κατηχητικές διαλέξεις βοηθούν τους νέους να κατανοήσουν τη θρησκεία τους.
Η κατηχητική διαδικασία είναι σημαντική για την πνευματική ανάπτυξη.
3