Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταστατικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατασκευαστικός
-
καταστεί
-
καταπληκτικό
-
καταδιωκτικό
-
καταστήσω
-
συστατικό
-
καταστολή
-
καταστροφικός
-
κατηχητικό
-
καταστροφή
-
καταστρέφω
-
καταστραφώ
-
καταστρέψω
)
Συνώνυμα
έγγραφο
πιστοποιητικό
βιβλίο
3
Αντώνυμα
προφορικός
απροσδιόριστος
2
Ορισμός
Έγγραφο που περιέχει πληροφορίες ή στοιχεία για κάτι.
Βιβλίο ή έγγραφο που καταγράφει λεπτομέρειες ή ιστορικό.
2
Παραδείγματα
Το καταστατικό της εταιρείας περιέχει όλους τους κανονισμούς.
Έπρεπε να υπογράψει το καταστατικό για να ολοκληρώσει τη διαδικασία.
2