Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καύσιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καύση
-
ξύσιμο
)
Συνώνυμα
ενέργεια
καύσιμη ύλη
καύσιμο υλικό
3
Αντώνυμα
μη καύσιμο
ακαύσιμο
2
Ορισμός
Υλικό που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενέργειας μέσω καύσης.
Ουσία που μπορεί να καεί για να παράγει θερμότητα ή ενέργεια.
2
Παραδείγματα
Το πετρέλαιο είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα καύσιμα στον κόσμο.
Η χρήση ανανεώσιμων καυσίμων είναι σημαντική για την προστασία του περιβάλλοντος.
2