1. Λέξη
    ξύσιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: φτύσιμο - πλύσιμο - ντύσιμο - καύσιμο)
  2. Συνώνυμα
    • τρίψιμο
    • γρατζούνισμα
    • τσούξιμο
    3
  3. Αντώνυμα
    • λείωμα
    • μαλάκωμα
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξύνω, δηλαδή του περνάω κάτι αιχμηρό ή τραχύ πάνω σε μια επιφάνεια με σκοπό να την καθαρίσω ή να την τραυματίσω ελαφρά.
    • Το αίσθημα που προκαλείται όταν κάποιος νιώθει την ανάγκη να ξύσει κάποιο μέρος του σώματός του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ξύσιμο από την κατσαρίδα προκάλεσε ερεθισμό στο δέρμα.
    • Ένιωθε ένα συνεχές ξύσιμο στο λαιμό του λόγω αλλεργίας.
    2