Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξύσιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φτύσιμο
-
πλύσιμο
-
ντύσιμο
-
καύσιμο
)
Συνώνυμα
τρίψιμο
γρατζούνισμα
τσούξιμο
3
Αντώνυμα
λείωμα
μαλάκωμα
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξύνω, δηλαδή του περνάω κάτι αιχμηρό ή τραχύ πάνω σε μια επιφάνεια με σκοπό να την καθαρίσω ή να την τραυματίσω ελαφρά.
Το αίσθημα που προκαλείται όταν κάποιος νιώθει την ανάγκη να ξύσει κάποιο μέρος του σώματός του.
2
Παραδείγματα
Το ξύσιμο από την κατσαρίδα προκάλεσε ερεθισμό στο δέρμα.
Ένιωθε ένα συνεχές ξύσιμο στο λαιμό του λόγω αλλεργίας.
2