1. Λέξη
    κβαντική (επίθετο) - (παρόμοια: κβαντικός)
  2. Συνώνυμα
    • κβαντικός
    • κβαντομηχανικός
    2
  3. Αντώνυμα
    • κλασικός
    • συνεχής
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την κβαντική θεωρία ή την κβαντομηχανική.
    • Αναφερόμενος σε φαινόμενα που περιγράφονται από την κβαντική φυσική.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κβαντική φυσική μελετά τη συμπεριφορά των σωματιδίων σε μικροσκοπικό επίπεδο.
    • Οι κβαντικές υπολογιστικές μηχανές έχουν τη δυνατότητα να επιλύουν πολύπλοκα προβλήματα γρηγορότερα από τους κλασικούς υπολογιστές.
    2