Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κενό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κενός
-
κεν
-
κεντ
-
κεντώ
)
Συνώνυμα
άδειο
κενότητα
κενόχωρο
3
Αντώνυμα
γεμάτο
πλήρες
γεμάτο χώρο
3
Ορισμός
Η έλλειψη υλικού ή περιεχομένου σε έναν χώρο ή μια δομή.
Μια περιοχή ή χώρος που δεν περιέχει τίποτα.
Σε μεταφορική έννοια, η έλλειψη πληροφοριών ή γνώσης.
3
Παραδείγματα
Το κουτί ήταν εντελώς κενό.
Υπάρχει ένα κενό στη γνώση μας για αυτό το θέμα.
Το κενό ανάμεσα στους δύο τοίχους χρησιμοποιήθηκε για μόνωση.
3