1. Λέξη
    κενός (επίθετο) - (παρόμοια: κενό - κεν - κεντ - κεραυνός)
  2. Συνώνυμα
    • άδειος
    • ανολοκλήρωτος
    • ασήμαντος
    3
  3. Αντώνυμα
    • γεμάτος
    • πλήρης
    • σημαντικός
    3
  4. Ορισμός
    • Χωρίς περιεχόμενο ή πράγματα μέσα.
    • Χωρίς νόημα ή αξία.
    • Που δεν έχει ολοκληρωθεί ή δεν έχει συμπληρωθεί.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το ποτήρι είναι κενό.
    • Οι υποσχέσεις του ήταν κενές.
    • Έμεινε κενός ο τόπος στην πρώτη σειρά.
    3