Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κενός (επίθετο) - (παρόμοια:
κενό
-
κεν
-
κεντ
-
κεραυνός
)
Συνώνυμα
άδειος
ανολοκλήρωτος
ασήμαντος
3
Αντώνυμα
γεμάτος
πλήρης
σημαντικός
3
Ορισμός
Χωρίς περιεχόμενο ή πράγματα μέσα.
Χωρίς νόημα ή αξία.
Που δεν έχει ολοκληρωθεί ή δεν έχει συμπληρωθεί.
3
Παραδείγματα
Το ποτήρι είναι κενό.
Οι υποσχέσεις του ήταν κενές.
Έμεινε κενός ο τόπος στην πρώτη σειρά.
3