1. Λέξη
    κερί (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κερνώ - κερνά)
  2. Συνώνυμα
    • κήρινος
    • κηροπλαστική
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μια ουσία που παράγεται από τις μέλισσες και χρησιμοποιείται για την κατασκευή κηροπλαστικών ή για άλλες χρήσεις.
    • Το υλικό από το οποίο φτιάχνονται τα κεριά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μέλισσα παράγει κερί για να φτιάξει τις κυψέλες της.
    • Το κερί του κεριού λιώνει όταν το ανάβεις.
    2