Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κερί (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κερνώ
-
κερνά
)
Συνώνυμα
κήρινος
κηροπλαστική
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μια ουσία που παράγεται από τις μέλισσες και χρησιμοποιείται για την κατασκευή κηροπλαστικών ή για άλλες χρήσεις.
Το υλικό από το οποίο φτιάχνονται τα κεριά.
2
Παραδείγματα
Η μέλισσα παράγει κερί για να φτιάξει τις κυψέλες της.
Το κερί του κεριού λιώνει όταν το ανάβεις.
2