1. Λέξη
    κερνά (ρήμα) - (παρόμοια: κερνάω - κερνώ - κερί)
  2. Συνώνυμα
    • χορηγώ
    • προσφέρω
    • δίνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • λαμβάνω
    • παίρνω
    • δεχόμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να προσφέρεις κάτι σε κάποιον, συνήθως φαγητό ή ποτό, χωρίς αντάλλαγμα.
    • Να φιλοξενείς κάποιον προσφέροντάς του φαγητό ή ποτό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης κέρασε όλους τους φίλους του σε ένα εστιατόριο.
    • Συνηθίζουμε να κερνάμε τους επισκέπτες μας με γλυκό και καφέ.
    2