Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κερνά (ρήμα) - (παρόμοια:
κερνάω
-
κερνώ
-
κερί
)
Συνώνυμα
χορηγώ
προσφέρω
δίνω
3
Αντώνυμα
λαμβάνω
παίρνω
δεχόμαι
3
Ορισμός
Να προσφέρεις κάτι σε κάποιον, συνήθως φαγητό ή ποτό, χωρίς αντάλλαγμα.
Να φιλοξενείς κάποιον προσφέροντάς του φαγητό ή ποτό.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης κέρασε όλους τους φίλους του σε ένα εστιατόριο.
Συνηθίζουμε να κερνάμε τους επισκέπτες μας με γλυκό και καφέ.
2