Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κεραυνοβόλος (επίθετο) - (παρόμοια:
κεραυνός
)
Συνώνυμα
εκρηκτικός
βροντερός
οξύς
3
Αντώνυμα
ήπιος
αργός
χαλαρός
3
Ορισμός
Πολύ γρήγορος ή απότομος, σαν κεραυνός.
Που θυμίζει κεραυνό σε ταχύτητα ή ένταση.
Εκφραστικός ή δυναμικός με τρόπο που προκαλεί έκπληξη.
3
Παραδείγματα
Ο κεραυνοβόλος ρυθμός της ζωής στην πόλη με κούρασε.
Έκανε μια κεραυνοβόλη εμφάνιση στη συνάντηση και έφυγε αμέσως.
Η κεραυνοβόλη απάντησή του τους άφησε άφωνους.
3