1. Λέξη
    κεραυνοβόλος (επίθετο) - (παρόμοια: κεραυνός)
  2. Συνώνυμα
    • εκρηκτικός
    • βροντερός
    • οξύς
    3
  3. Αντώνυμα
    • ήπιος
    • αργός
    • χαλαρός
    3
  4. Ορισμός
    • Πολύ γρήγορος ή απότομος, σαν κεραυνός.
    • Που θυμίζει κεραυνό σε ταχύτητα ή ένταση.
    • Εκφραστικός ή δυναμικός με τρόπο που προκαλεί έκπληξη.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο κεραυνοβόλος ρυθμός της ζωής στην πόλη με κούρασε.
    • Έκανε μια κεραυνοβόλη εμφάνιση στη συνάντηση και έφυγε αμέσως.
    • Η κεραυνοβόλη απάντησή του τους άφησε άφωνους.
    3