1. Λέξη
    κεραυνός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κεραυνοβόλος - κενός)
  2. Συνώνυμα
    • αστραπή
    • βροντή
    • σκηπτός
    3
  3. Αντώνυμα
    • γαλήνη
    • ηρεμία
    2
  4. Ορισμός
    • Μια ξαφνική και ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση στην ατμόσφαιρα, που συνοδεύεται από φωτεινή λάμψη (αστραπή) και ηχητικό κύμα (βροντή).
    • Συμβολικά, κάτι που προκαλεί ξαφνικό και καταστροφικό αντίκτυπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο κεραυνός χτύπησε το δέντρο και το έσπασε στα δύο.
    • Η είδηση του θανάτου του ήρθε σαν κεραυνός εν μέσω γαλήνης.
    2