Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κεραυνός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κεραυνοβόλος
-
κενός
)
Συνώνυμα
αστραπή
βροντή
σκηπτός
3
Αντώνυμα
γαλήνη
ηρεμία
2
Ορισμός
Μια ξαφνική και ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση στην ατμόσφαιρα, που συνοδεύεται από φωτεινή λάμψη (αστραπή) και ηχητικό κύμα (βροντή).
Συμβολικά, κάτι που προκαλεί ξαφνικό και καταστροφικό αντίκτυπο.
2
Παραδείγματα
Ο κεραυνός χτύπησε το δέντρο και το έσπασε στα δύο.
Η είδηση του θανάτου του ήρθε σαν κεραυνός εν μέσω γαλήνης.
2